- τεχνοπαράδοτος
- και τεκνοπαράδοτος, -ον, Ααυτός που μεταδίδεται με την τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + παραδοτός (< παραδίδωμι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεχνοπαράδοτος — transmitted by art masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνοπαραδότου — τεχνοπαράδοτος transmitted by art masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκνοπαράδοτος — ον, Α βλ. τεχνοπαράδοτος … Dictionary of Greek